-
1 μεταμελω
(только impers.) быть предметом сожаления, внушать раскаяниеοὐ μεταμέλει μοι οὕτως ἀπολογησαμένῳ Plat. — я не жалею, что защищался таким образом;ὑστέρῳ χρόνῳ μετεμέλησέ τέ σφι ταῦτα ποιήσασι Her. — впоследствии они раскаялись в том, что так поступили;μεταμέλον (part. n) αὐτοῖς τὸν ἄλλον βίον βιῶσιν Plat. — они раскаивались в этом в течение (всей) остальной жизни - см. тж. μεταμέλομαι
См. также в других словарях:
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek